μεγαλογράμματος

μεγαλογράμματος
-η, -ο
ο γραμμένος με μεγάλα (κεφαλαία) γράμματα, ο κεφαλαιογράμματος: Στο οικόπεδό του βρέθηκε μια επιτύμβια στήλη με μεγαλογράμματη επιγραφή. – Μεγαλογράμματα χειρόγραφα (χειρόγραφα γραμμένα με κεφαλαία γράμματα).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεγαλογράμματος — η, ο (Μ μεγαλογράμματος, ον) νεοελλ. 1. γραμμένος με μεγάλα γράμματα 2. φρ. «μεγαλογράμματη γραφή» γραφή με κεφαλαία γράμματα μσν. (για ιμάτιο) αυτός που έχει μεγάλα σχέδια σε σχήμα γραμμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γράμμα, ατος (πρβλ. μικρο… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”