- μεγαλογράμματος
- -η, -οο γραμμένος με μεγάλα (κεφαλαία) γράμματα, ο κεφαλαιογράμματος: Στο οικόπεδό του βρέθηκε μια επιτύμβια στήλη με μεγαλογράμματη επιγραφή. – Μεγαλογράμματα χειρόγραφα (χειρόγραφα γραμμένα με κεφαλαία γράμματα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.